- νεμόμενος
- νέμωdeal outpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
ՃԱՐԱԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0174 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c ա.գ. νεμόμενος qui pascitur βόσκημα pecus եւն. Խոտաճարակ. խոտաբուտ. որպէս անասուն արօտական. պաճար, եւ հաւ՝ որ ճարակին ʼի դաշտս. *Ուր էին հաւք բազումք ճարակաւորք. Պտմ. աղեքս.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)